Αν δεν θέλω να κάνω σεξ είμαι ανέραστη ή λεσβία, αν θέλω σεξ θα είμαι τσούλα. Αν το κάνουμε στο πρώτο ραντεβού είμαι εύκολη, αν το καθυστερήσω το παίζω πολύ δύσκολη. Αν μείνω έγκυος είμαι ηλίθια, αν κάνω έκτρωση είμαι ανήθικη. Τι διάολο είμαι;»
Σε μια κοινωνία που οι γυναίκες εκπαιδεύονται από τα παιδικά τους χρόνια να είναι ερωτικά επιθυμητές με όποιο κόστος και ταυτόχρονα να διαφυλάσσουν την «τιμή» τους ως ό,τι πολυτιμότερο έχουν, πού υπάρχει χώρος για τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία;
Η αντρική σεξουαλική επιθυμία (η περιβόητη καύλα) «ξέρουμε» ότι είναι δυνατή, ορμητική, ανεξέλεγκτη, ζωώδης, άγρια. Είναι ένστικτο, είναι ορμή, τόσο βαθιά ριζωμένη στο σώμα, που από τη στιγμή που ανάψει, δεν μπορεί να σταματήσει εκτός αν ικανοποιηθεί. Είναι τόσο επιθετική που μπορεί να γίνει και βίαια. Οι άντρες είναι έρμαια της τεστοστερόνης, «ξέρουμε».
Κι η γυναικεία καύλα; Υπάρχει; «Ξέρουμε» ότι οι γυναίκες ανάβουν πιο εγκεφαλικά, χρειάζονται συναίσθημα, τρυφερότητα. «Ξέρουμε» ότι η γυναικεία σεξουαλική ικανοποίηση είναι πολύπλοκη, δύσκολη, μυστήρια και, τελικά, όχι και τόσο απαραίτητη.
Όλα αυτά τα «ξέρουμε», σαν να είναι πανανθρώπινες αλήθειες, δοσμένες από τη φύση. Είναι όμως πράγματι έτσι;
Όχι, σύμφωνα με έρευνες. Και σίγουρα όχι σύμφωνα με τις προσωπικές εμπειρίες – αντρών και γυναικών. Ακόμα και οι έρευνες που ασχολούνται με τις ορμονικές διακυμάνσεις κατά την εφηβεία έχουν διαπιστώσει ότι οι ορμόνες δεν είναι παρά ένας παράγοντας από όσους επηρεάζουν την εφηβική σεξουαλική συμπεριφορά και ότι, ειδικά όσον αφορά τα κορίτσια, οι κοινωνικοί παράγοντες είναι σημαντικότεροι από τους βιολογικούς παράγοντες. Η τεστοστερόνη, ή η έλλειψή της, δεν καθορίζει από μόνη της τη σεξουαλική ορμή. Ο ασταμάτητος άντρας κυνηγός και η απρόθυμη γυναίκα θήραμα είναι ένα παραμύθι που διαιωνίζουμε με κίβδηλες «επιστημονικές» αποδείξεις. Η σεξουαλική επιθυμία κατασκευάζεται κοινωνικά. Η δε σεξουαλικότητα είναι έμφυλη, δηλαδή δομείται διαφορετικά για τους άντρες και τις γυναίκες.